- ρενιέρη
- η, Νβοτ. γένος σπόγγων τής οικογένειας τών ρενιεριδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσοφοβία — η νοσηρός, παθολογικός φόβος για τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μάρκο Ρενιέρη] … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
παποσύνη — η το αξίωμα και η εξουσία τού πάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας + κατάλ. σύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Ρενιέρη] … Dictionary of Greek
Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek
Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… … Dictionary of Greek
Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… … Dictionary of Greek